Ντόρσετ

Ντόρσετ
(Dorset). Κομητεία (2.654 τ. χλμ., 394.000 το 2001) της Μεγάλης Βρετανίας.Το έδαφός της είναι κυρίως πεδινό, με μεγαλύτερο υψόμετρο 275 μ., και διασχίζεται από τους ποταμούς Φρόμε και Στάουρ. Έχει μεγάλα λιβάδια που ευνοούν την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας - κυρίως βοοειδών, που παλαιότερα υπήρξαν και ο μοναδικός πόρος των κατοίκων. Σήμερα όμως η κομητεία, χάρη στα κοιτάσματα μαρμάρων και άλλων ανάλογων ορυκτών, έχει αναπτυχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρο οικοδομικού υλικού της χώρας. Από τα κοιτάσματα αυτά έχούν χτιστεί πολλά ιστορικά κτίρια του Λονδίνου, ανάμεσα στα οποία και ο ναός του Αγίου Παύλου. Πρωτεύουσα της κομητείας είναι η πόλη Ντόρτσεστερ. Εκτός από την πρωτεύουσα, που βρίσκεται στο εσωτερικό, στις όχθες του ποταμού Φρόμε, τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα βρίσκονται στα παράλια της Μάγχης και έχουν εξελιχθεί σε τουριστικά θέρετρα. Η περιοχή της κομητείας ήταν γνωστή από την εποχή των Ρωμαίων, οι οποίοι την είχαν καταλάβει. Τους Ρωμαίους διαδέχτηκαν οι Σάξονες. Από τον 8o έως τον 11o αι. γνώρισε μεγάλες καταστροφές από τους Δανούς. Αργότερα αντιστάθηκε στους Νορμανδούς που εισέβαλαν πολλές φορές στην περιοχή. Στον εμφύλιο πόλεμο, η κομητεία παρέμεινε πιστή στον βασιλιά. Το 1685 αποβιβάστηκε εκεί ο δούκας του Μονμάουθ, με σκοπό να ανατρέψει τον Ιάκωβο B’. Η πρωτεύουσα Ντότσεστερ, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, είναι παλιό οχυρωμένο αστικό κέντρο του 12ου αι. Toν 14o αι. ο Εδουάρδος Γ’ παραχώρησε στην πόλη κοινοτικές ελευθερίες. Από τα μνημεία της, σημαντικότερο είναι η εκκλησία του Αγίου Πέτρου, γοτθικού ρυθμού, και κυρίως το αμφιθέατρο Μάουμπουρι, το καλύτερα διατηρημένο ρωμαϊκό αμφιθέατρο της Αγγλίας. Οι ακτές της αγγλικής κομητείας του Ντόρσετ είναι απότομες και βραχώδεις, χωρίς ωστόσο να στερούνται γραφικότητας. Η κομητεία άλλωστε έχει αναπτύξει ανθηρό τουρισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • Κάμερον, Βέρνεϊ Λόβετ — (Verney Lovett Cameron, Ρέντπολ, Ντόρσετ 1844 – Λέιτον, Μπάζαρντ 1894). Άγγλος εξερευνητής. Το 1872 η Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου τον έστειλε στην Αφρική σε αναζήτηση του Λίβινγκστον, για την τύχη του οποίου δεν υπήρχαν πληροφορίες. Ο Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Λε Καρέ, Τζον — (John Le Carré, Πουλ, Ντόρσετ 1931 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (David John Moore Cornwell). Σπούδασε στο Μπερν και στην Οξφόρδη και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διδάσκοντας στο κολέγιο του Ίτον την… …   Dictionary of Greek

  • Λόρενς, Τόμας Έντουαρντ — (Thomas Edward Lawrence, Τρέμαντοκ, Ουαλία 1888 – Ντόρσετ 1935). Βρετανός αρχαιολόγος, στρατιωτικός και συγγραφέας, γνωστός ως Λόρενς της Αραβίας. Διεξήγαγε αρχαιολογικές έρευνες στη Γαλλία, στη Συρία, στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο, αλλά με… …   Dictionary of Greek

  • Μακίντερ, Χάλφορντ Τζον — (Halford John Mackinder, Γκένσμποροου 1861 – Ντόρσετ 1947). Άγγλος γεωγράφος. Χρημάτισε καθηγητής της γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου το 1899 ίδρυσε σχολή γεωγραφίας. Αργότερα διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ και… …   Dictionary of Greek

  • Μόσλεϊ, Χένρι Γκουέν-Τζέφρι — (Henry Gwyn Geffreys Moseley, Γουέιμαουθ, Ντόρσετ 1887 – Καλλίπολη 1915). Άγγλος χημικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Ίτον και της Οξφόρδης, απ’ όπου έλαβε και το δίπλωμά του το 1910. Εργάστηκε αρχικά με τον Έρνεστ Ράδερφορντ και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • Χάρντι, Τόμας — (Hardy, Άπερ Μπόκχαμπτον, Ντόρτσεστερ 1840 – Ντόρτσεστερ 1928). Άγγλος συγγραφέας. Η κλίση του στη λογοτεχνία εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς. Στην αρχή έγραψε ποιήματα που συγκεντρώθηκαν σε τόμο μόλις το 1898 (Ποιήματα τοy Ουέσεξ). Από το 1871 άρχισε να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”